στρατολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρατολόγηση | οι | στρατολογήσεις |
| γενική | της | στρατολόγησης* | των | στρατολογήσεων |
| αιτιατική | τη | στρατολόγηση | τις | στρατολογήσεις |
| κλητική | στρατολόγηση | στρατολογήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στρατολογήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρατολόγηση < στρατολογώ + -ση
Μεταφράσεις
στρατολόγηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.