στρατολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρατολογώ < στρατός + -λογώ (=κατατάσσω)

Ρήμα

στρατολογώ

  1. εντάσσω νεοσύλλεκτους στις ένοπλες δυνάμεις
  2. προσελκύω οπαδούς και νέα στελέχη σε ένα πολιτικό κόμμα, οργάνωση ή ιδεολογία


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.