στρατολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
στρατολογώ
- εντάσσω νεοσύλλεκτους στις ένοπλες δυνάμεις
- προσελκύω οπαδούς και νέα στελέχη σε ένα πολιτικό κόμμα, οργάνωση ή ιδεολογία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.