στρατολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
στρατολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στρατολογώ
- θα στρατολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στρατολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
στρατολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στρατολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.