conscription

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

    • στρατολόγηση, υποχρεωτική εγγραφή σε στρατολογικές λίστες που οδηγούν σε στρατιωτική θητεία
  • υποχρεωτική στρατιωτική θητεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.