στρατιωτικοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατιωτικοποιημένος η στρατιωτικοποιημένη το στρατιωτικοποιημένο
      γενική του στρατιωτικοποιημένου της στρατιωτικοποιημένης του στρατιωτικοποιημένου
    αιτιατική τον στρατιωτικοποιημένο τη στρατιωτικοποιημένη το στρατιωτικοποιημένο
     κλητική στρατιωτικοποιημένε στρατιωτικοποιημένη στρατιωτικοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατιωτικοποιημένοι οι στρατιωτικοποιημένες τα στρατιωτικοποιημένα
      γενική των στρατιωτικοποιημένων των στρατιωτικοποιημένων των στρατιωτικοποιημένων
    αιτιατική τους στρατιωτικοποιημένους τις στρατιωτικοποιημένες τα στρατιωτικοποιημένα
     κλητική στρατιωτικοποιημένοι στρατιωτικοποιημένες στρατιωτικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

στρατιωτικοποιημένος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.