στρατιωτικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρατιωτικοποιώ < στρατιωτικός + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική militariser)
Ρήμα
στρατιωτικοποιώ (παθητική φωνή: στρατιωτικοποιούμαι)
- (στρατιωτικός όρος) εγκαθιστώ σε μια περιοχή στρατιωτικές δυνάμεις, ώστε να ελέγχεται απ’ αυτές, και (ενδεχομένως) την οχυρώνω και επιβάλλω σ’ αυτή στρατιωτική δομή
Αντώνυμα
Συγγενικά
- στρατιωτικοποιημένος
- στρατιωτικοποίηση
- → δείτε τις λέξεις στρατός και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στρατιωτικοποιώ | στρατιωτικοποιούσα | θα στρατιωτικοποιώ | να στρατιωτικοποιώ | στρατιωτικοποιώντας | |
| β' ενικ. | στρατιωτικοποιείς | στρατιωτικοποιούσες | θα στρατιωτικοποιείς | να στρατιωτικοποιείς | (στρατιωτικοποίει) | |
| γ' ενικ. | στρατιωτικοποιεί | στρατιωτικοποιούσε | θα στρατιωτικοποιεί | να στρατιωτικοποιεί | ||
| α' πληθ. | στρατιωτικοποιούμε | στρατιωτικοποιούσαμε | θα στρατιωτικοποιούμε | να στρατιωτικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | στρατιωτικοποιείτε | στρατιωτικοποιούσατε | θα στρατιωτικοποιείτε | να στρατιωτικοποιείτε | στρατιωτικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | στρατιωτικοποιούν(ε) | στρατιωτικοποιούσαν(ε) | θα στρατιωτικοποιούν(ε) | να στρατιωτικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στρατιωτικοποίησα | θα στρατιωτικοποιήσω | να στρατιωτικοποιήσω | στρατιωτικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | στρατιωτικοποίησες | θα στρατιωτικοποιήσεις | να στρατιωτικοποιήσεις | στρατιωτικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | στρατιωτικοποίησε | θα στρατιωτικοποιήσει | να στρατιωτικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | στρατιωτικοποιήσαμε | θα στρατιωτικοποιήσουμε | να στρατιωτικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | στρατιωτικοποιήσατε | θα στρατιωτικοποιήσετε | να στρατιωτικοποιήσετε | στρατιωτικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | στρατιωτικοποίησαν στρατιωτικοποιήσαν(ε) |
θα στρατιωτικοποιήσουν(ε) | να στρατιωτικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στρατιωτικοποιήσει | είχα στρατιωτικοποιήσει | θα έχω στρατιωτικοποιήσει | να έχω στρατιωτικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στρατιωτικοποιήσει | είχες στρατιωτικοποιήσει | θα έχεις στρατιωτικοποιήσει | να έχεις στρατιωτικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στρατιωτικοποιήσει | είχε στρατιωτικοποιήσει | θα έχει στρατιωτικοποιήσει | να έχει στρατιωτικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στρατιωτικοποιήσει | είχαμε στρατιωτικοποιήσει | θα έχουμε στρατιωτικοποιήσει | να έχουμε στρατιωτικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στρατιωτικοποιήσει | είχατε στρατιωτικοποιήσει | θα έχετε στρατιωτικοποιήσει | να έχετε στρατιωτικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στρατιωτικοποιήσει | είχαν στρατιωτικοποιήσει | θα έχουν στρατιωτικοποιήσει | να έχουν στρατιωτικοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.