στραγάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραγάλι τα στραγάλια
      γενική του στραγαλιού των στραγαλιών
    αιτιατική το στραγάλι τα στραγάλια
     κλητική στραγάλι στραγάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραγάλι < μεσαιωνική ελληνική ἀστραγάλιν[1] < ελληνιστική κοινή ἀστραγάλιον[2] < ἀστράγαλος (μαύρη ρεβιθιά, Lathyrus niger) < αρχαία ελληνική ἀστράγαλος < προελληνική [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /straˈɣa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στραγάλι

Ουσιαστικό

στραγάλι ουδέτερο

Συγγενικά

Συνώνυμα

  • μπιμπλιά
  • λεμπλεμπίδι[4]

Μεταφράσεις

  1. ἀστραγάλιν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. ἀστραγάλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. ἀστράγαλος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.