ρεβιθιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεβιθιά οι ρεβιθιές
      γενική της ρεβιθιάς των ρεβιθιών
    αιτιατική τη ρεβιθιά τις ρεβιθιές
     κλητική ρεβιθιά ρεβιθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρεβιθιά με καρπούς.

Ετυμολογία

ρεβιθιά < ρεβίθ(ι) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.viˈθça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρεβιθιά

Ουσιαστικό

ρεβιθιά θηλυκό

  • (φυτό) ποώδες φυτό του γένους Cicer (είδος Cicer arietinum), με σύνθετα φύλλα κι μικρά άσπρα άνθη, που καλλιεργείται για τους σπόρους τους, τα ρεβίθια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.