στραγαλατζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στραγαλατζίδικο | τα | στραγαλατζίδικα |
| γενική | του | στραγαλατζίδικου | των | στραγαλατζίδικων |
| αιτιατική | το | στραγαλατζίδικο | τα | στραγαλατζίδικα |
| κλητική | στραγαλατζίδικο | στραγαλατζίδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραγαλατζίδικο < στραγαλατζής + -ίδικο
Ουσιαστικό
στραγαλατζίδικο ουδέτερο
- το κατάστημα του στραγαλατζή, εκεί όπου φτιάχνονται ή/και πωλούνται στραγάλια
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις στραγάλι και αστράγαλος
Μεταφράσεις
στραγαλατζίδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.