στραγαλατζής
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στραγαλατζής | οι | στραγαλατζήδες |
| γενική | του | στραγαλατζή | των | στραγαλατζήδων |
| αιτιατική | τον | στραγαλατζή | τους | στραγαλατζήδες |
| κλητική | στραγαλατζή | στραγαλατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
στραγαλατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που παρασκευάζει στραγάλια,· αυτός που πουλάει στραγάλια
Συγγενικά
Σημειώσεις
- παλαιότερα οι στραγαλατζήδες ήταν πλανόδιοι πωλητές ξηρών καρπών, που μετέφεραν την πραμάτεια τους είτε σε μικρό καλάθι, είτε σε πρόχειρο πάγκο,
- καλούνταν περισσότερο στραγαλατζήδες αντί φιστικατζήδες από τη σειρά που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους: "στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπο".
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.