στρέμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στρέμμα | τα | στρέμματα |
| γενική | του | στρέμματος | των | στρεμμάτων |
| αιτιατική | το | στρέμμα | τα | στρέμματα |
| κλητική | στρέμμα | στρέμματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρέμμα < ελληνιστική κοινή στρέμμα < αρχαία ελληνική στρέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *strebʰ-
Ουσιαστικό
στρέμμα ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης) χίλια τετραγωνικά μέτρα γης
- ※ Άλλη παράγωγη μονάδα μέτρησης εμβαδού είναι το 1 στρέμμα = 1000 m2 και είναι η επιφάνεια ενός ορθογωνίου με διαστάσεις 10m και 100m ή 500m και 2m ή 200m και 5m , γενικά οι δύο διαστάσεις να έχουν γινόμενο 1000 m2. [1]
Συγγενικά
- στρεμματικά
- στρεμματικός
- → δείτε τις λέξεις διάστρεμμα και στρέφω
Αναφορές
- ΝΤΟΥΣΚΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ (2013) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΗΣ I, σελ. 13-14. Προσπέλαση 2020-05-27.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.