ορθογώνιο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορθογώνιο < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ορθογώνιο
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ορθογώνιο
- αιτιατική ενικού του ορθογώνιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ορθογώνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.