παράγωγη μονάδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παράγωγη μονάδα < → δείτε τις λέξεις παράγωγος και μονάδα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική derived unit
Πολυλεκτικός όρος
παράγωγη μονάδα
- (φυσική) derived unit: στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI), η μονάδα μέτρησης που παράγεται από μία από τις επτά θεμελιώδεις μονάδες [1] (βλ. θεμελιώδης μονάδα)
- ※ Άλλη παράγωγη μονάδα μέτρησης εμβαδού είναι το 1 στρέμμα = 1000 m2 και είναι η επιφάνεια ενός ορθογωνίου με διαστάσεις 10m και 100m ή 500m και 2m ή 200m και 5m , γενικά οι δύο διαστάσεις να έχουν γινόμενο 1000 m2. [2]
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
παράγωγη μονάδα
Αναφορές
- Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ, σελ. 13. Προσπέλαση 2020-05-27.
- ΝΤΟΥΣΚΑ ΛΑΜΠΡΙΝΗ (2013) ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΦΥΣΙΚΗΣ I, σελ. 13-14. Προσπέλαση 2020-05-27.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.