στοιχειώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στοιχειώνω < στοιχειό
Προφορά
- ΔΦΑ : /stiˈço.no/
Ρήμα
στοιχειώνω, πρτ.: στοίχειωνα, στ.μέλλ.: θα στοιχειώσω, αόρ.: στοίχειωσα, μτχ.π.π.: στοιχειωμένος
- για φάντασμα (πνεύμα, στοιχειό) που κατοικεί σε ένα μέρος
- (μεταφορικά) γίνομαι σε κάποιον έμμονη ιδέα
- τον στοιχειώνουν οι αναμνήσεις από το χαμένο έρωτά του
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στοιχειώνω | στοιχέιωνα | θα στοιχειώνω | να στοιχειώνω | στοιχειώνοντας | |
| β' ενικ. | στοιχειώνεις | στοιχέιωνες | θα στοιχειώνεις | να στοιχειώνεις | στοίχειωνε | |
| γ' ενικ. | στοιχειώνει | στοιχέιωνε | θα στοιχειώνει | να στοιχειώνει | ||
| α' πληθ. | στοιχειώνουμε | στοιχειώναμε | θα στοιχειώνουμε | να στοιχειώνουμε | ||
| β' πληθ. | στοιχειώνετε | στοιχειώνατε | θα στοιχειώνετε | να στοιχειώνετε | στοιχειώνετε | |
| γ' πληθ. | στοιχειώνουν(ε) | στοιχέιωναν στοιχειώναν(ε) |
θα στοιχειώνουν(ε) | να στοιχειώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στοιχέιωσα | θα στοιχειώσω | να στοιχειώσω | στοιχειώσει | ||
| β' ενικ. | στοιχέιωσες | θα στοιχειώσεις | να στοιχειώσεις | στοίχειωσε | ||
| γ' ενικ. | στοιχέιωσε | θα στοιχειώσει | να στοιχειώσει | |||
| α' πληθ. | στοιχειώσαμε | θα στοιχειώσουμε | να στοιχειώσουμε | |||
| β' πληθ. | στοιχειώσατε | θα στοιχειώσετε | να στοιχειώσετε | στοιχειώστε | ||
| γ' πληθ. | στοιχέιωσαν στοιχειώσαν(ε) |
θα στοιχειώσουν(ε) | να στοιχειώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στοιχειώσει | είχα στοιχειώσει | θα έχω στοιχειώσει | να έχω στοιχειώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στοιχειώσει | είχες στοιχειώσει | θα έχεις στοιχειώσει | να έχεις στοιχειώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στοιχειώσει | είχε στοιχειώσει | θα έχει στοιχειώσει | να έχει στοιχειώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στοιχειώσει | είχαμε στοιχειώσει | θα έχουμε στοιχειώσει | να έχουμε στοιχειώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στοιχειώσει | είχατε στοιχειώσει | θα έχετε στοιχειώσει | να έχετε στοιχειώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στοιχειώσει | είχαν στοιχειώσει | θα έχουν στοιχειώσει | να έχουν στοιχειώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.