στιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στιγμένος | η | στιγμένη | το | στιγμένο |
| γενική | του | στιγμένου | της | στιγμένης | του | στιγμένου |
| αιτιατική | τον | στιγμένο | τη | στιγμένη | το | στιγμένο |
| κλητική | στιγμένε | στιγμένη | στιγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στιγμένοι | οι | στιγμένες | τα | στιγμένα |
| γενική | των | στιγμένων | των | στιγμένων | των | στιγμένων |
| αιτιατική | τους | στιγμένους | τις | στιγμένες | τα | στιγμένα |
| κλητική | στιγμένοι | στιγμένες | στιγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
στιγμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.