έκτυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκτυπος η έκτυπη το έκτυπο
      γενική του έκτυπου της έκτυπης του έκτυπου
    αιτιατική τον έκτυπο την έκτυπη το έκτυπο
     κλητική έκτυπε έκτυπη έκτυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκτυποι οι έκτυπες τα έκτυπα
      γενική των έκτυπων των έκτυπων των έκτυπων
    αιτιατική τους έκτυπους τις έκτυπες τα έκτυπα
     κλητική έκτυποι έκτυπες έκτυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκτυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκτυπος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έκ- + τύπος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈek.ti.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκτυπος

Επίθετο

έκτυπος, -η, -ο

  1. ανάγλυφος, με τη μορφή της παράστασης να εξέχει ιδαίτερα
     συνώνυμα: έξεργος
     αντώνυμα: πρόστυπος (που εξέχει λίγο)
  2. (μεταφορικά) προφανής [2]

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εκτυπώνω και τύπος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. έκτυπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.