σταυροκοπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταυροκοπημένος η σταυροκοπημένη το σταυροκοπημένο
      γενική του σταυροκοπημένου της σταυροκοπημένης του σταυροκοπημένου
    αιτιατική τον σταυροκοπημένο τη σταυροκοπημένη το σταυροκοπημένο
     κλητική σταυροκοπημένε σταυροκοπημένη σταυροκοπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταυροκοπημένοι οι σταυροκοπημένες τα σταυροκοπημένα
      γενική των σταυροκοπημένων των σταυροκοπημένων των σταυροκοπημένων
    αιτιατική τους σταυροκοπημένους τις σταυροκοπημένες τα σταυροκοπημένα
     κλητική σταυροκοπημένοι σταυροκοπημένες σταυροκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.vɾo.ko.piˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταυροκοπημένος

Μετοχή

σταυροκοπημένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.