σπουδογέλοιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | σπουδογέλοιος | τὸ | σπουδογέλοιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | σπουδογελοίου | τοῦ | σπουδογελοίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | σπουδογελοίῳ | τῷ | σπουδογελοίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | σπουδογέλοιον | τὸ | σπουδογέλοιον | ||
| κλητική ὦ! | σπουδογέλοιε | σπουδογέλοιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | σπουδογέλοιοι | τὰ | σπουδογέλοιᾰ | ||
| γενική | τῶν | σπουδογελοίων | τῶν | σπουδογελοίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | σπουδογελοίοις | τοῖς | σπουδογελοίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | σπουδογελοίους | τὰ | σπουδογέλοιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | σπουδογέλοιοι | σπουδογέλοιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπουδογελοίω | τὼ | σπουδογελοίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σπουδογελοίοιν | τοῖν | σπουδογελοίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπουδογέλοιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπουδ(ή) + -ο- + γελοῖος[1]
Επίθετο
σπουδογέλοιος, -ος, ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι αστείος, ευχάριστος, ελαφρός και ταυτόχρονα σοβαρός
- ΣτΕ: Σε χρήση στα παρακάτω παραθέματα, εννοείται το επάγγελμα κάποιου που ασχολείται με συγκεκριμένη κατηγορία λογοτεχνικών ειδών, όπως το σατυρικό δράμα ή έργο, ο σωκρατικός διάλογος, οι μίμοι ή τους διαλόγους σε συμπόσια ή ηθοποιός που παίζει σε σπουδαιογέλοια έργα, που συνδυάζουν το σπουδαίο και το γελοίο, σε ένα είδος αρχαίου σατυρικού έργου.
- ※ 1ος αιώνας πκε - 1ος αιώνας κε ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίο 16, κεφ. 2 @perseus.tufts.edu
- ἐκ δὲ τῶν Γαδάρων Φιλόδημός τε ὁ Ἐπικούρειος καὶ Μελέαγρος καὶ Μένιππος ὁ σπουδογέλοιος καὶ Θεόδωρος ὁ καθ᾽ ἡμᾶς ῥήτωρ.
- Από τα Γάδαρα δε, καταγόταν ο Φιλόδημος ο Επικούρειος και ο Μελέαγρος και ο Μένιππος ο σπουδογέλοιος και ο Θεόδωρος, ο δικός μας, ο ρήτορας) → λείπει η μετάφραση
- ἐκ δὲ τῶν Γαδάρων Φιλόδημός τε ὁ Ἐπικούρειος καὶ Μελέαγρος καὶ Μένιππος ὁ σπουδογέλοιος καὶ Θεόδωρος ὁ καθ᾽ ἡμᾶς ῥήτωρ.
- ※ 3ος αιώνας κε Διογένης Λαέρτιος, 3ος αιώνας Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων, Θ 17 Ἡράκλειτος, @perseus.tufts.edu Lives of Eminent Philosophers. Diogenes Laertius. R.D. Hicks. Cambridge. Harvard University Press. 1972 (1η έκδοση 1925), Κεφ. α᾽Ἡράκλειτος)
- Γεγόνασι δ' Ἡράκλειτοι πέντε· πρῶτος αὐτὸς οὗτος· δεύτερος ποιητὴς λυρικός, ... τρίτος ἐλεγείας ποιητὴς Ἁλικαρνασσεύς, ... τέταρτος Λέσβιος, ἱστορίαν γεγραφὼς Μακεδονικήν· πέμπτος σπουδογέλοιος, ἀπὸ κιθαρῳδίας μεταβεβηκὼς εἰς τὸ εἶδος.
- Με το όνομα Ηράκλειτος υπήρχαν πέντε, πρώτος ήταν αυτός, ο δεύτερος ήταν λυρικός ποιητής, ... ο τρίτος ποιητής ελεγείας από την Αλικαρνασσό, ... ο τέταρτος από τη Λέσβο, που έγραψε Μακεδονική ιστορία, ο πέμπτος ήταν σπουδογέλοιος, έχοντας μεταβεί στο είδος αυτό από την κιθαρωδία
- Γεγόνασι δ' Ἡράκλειτοι πέντε· πρῶτος αὐτὸς οὗτος· δεύτερος ποιητὴς λυρικός, ... τρίτος ἐλεγείας ποιητὴς Ἁλικαρνασσεύς, ... τέταρτος Λέσβιος, ἱστορίαν γεγραφὼς Μακεδονικήν· πέμπτος σπουδογέλοιος, ἀπὸ κιθαρῳδίας μεταβεβηκὼς εἰς τὸ εἶδος.
- σπουδαιογέλοιος (σε επιγραφή)
- σπουδόγελως
Αναφορές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
Πηγές
- σπουδογέλοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.