σπηλαιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπηλαιώδης | η | σπηλαιώδης | το | σπηλαιώδες |
| γενική | του | σπηλαιώδους | της | σπηλαιώδους | του | σπηλαιώδους |
| αιτιατική | τον | σπηλαιώδη | τη | σπηλαιώδη | το | σπηλαιώδες |
| κλητική | σπηλαιώδη(ς) | σπηλαιώδης | σπηλαιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπηλαιώδεις | οι | σπηλαιώδεις | τα | σπηλαιώδη |
| γενική | των | σπηλαιωδών | των | σπηλαιωδών | των | σπηλαιωδών |
| αιτιατική | τους | σπηλαιώδεις | τις | σπηλαιώδεις | τα | σπηλαιώδη |
| κλητική | σπηλαιώδεις | σπηλαιώδεις | σπηλαιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπηλαιώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπηλαιώδης
- για την ιατρική έννοια < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική caverneux[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spi.leˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπη‐λαι‐ώ‐δης
Αναφορές
- σπηλαιώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σπηλαιώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπηλαιώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.