σπανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπανός | η | σπανή | το | σπανό |
| γενική | του | σπανού | της | σπανής | του | σπανού |
| αιτιατική | τον | σπανό | τη | σπανή | το | σπανό |
| κλητική | σπανέ | σπανή | σπανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπανοί | οι | σπανές | τα | σπανά |
| γενική | των | σπανών | των | σπανών | των | σπανών |
| αιτιατική | τους | σπανούς | τις | σπανές | τα | σπανά |
| κλητική | σπανοί | σπανές | σπανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπανός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπανός < σύντμηση της ελληνιστική κοινή σπανοπώγων (που έχει αραιά γένια)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /spaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐νός
Εκφράσεις
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται : όλα είναι δυνατά, εκτός αν δεν το επιτρέπει η φύση τους
Αναφορές
- σπανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.