σπανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπανός η σπανή το σπανό
      γενική του σπανού της σπανής του σπανού
    αιτιατική τον σπανό τη σπανή το σπανό
     κλητική σπανέ σπανή σπανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπανοί οι σπανές τα σπανά
      γενική των σπανών των σπανών των σπανών
    αιτιατική τους σπανούς τις σπανές τα σπανά
     κλητική σπανοί σπανές σπανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπανός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπανός < σύντμηση της ελληνιστική κοινή σπανοπώγων (που έχει αραιά γένια)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπανός

Επίθετο

σπανός, -ή, -ό

Εκφράσεις

  • μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται : όλα είναι δυνατά, εκτός αν δεν το επιτρέπει η φύση τους

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.