σμαράγδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σμαράγδι | τα | σμαράγδια |
| γενική | του | σμαραγδιού | των | σμαραγδιών |
| αιτιατική | το | σμαράγδι | τα | σμαράγδια |
| κλητική | σμαράγδι | σμαράγδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σμαράγδι.
Ετυμολογία
- σμαράγδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σμαράγδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική σμάραγδος
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmaˈɾa.ɣði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμα‐ρά‐γδι
Συγγενικά
- Εσμεράλδα
- Σμαράγδα
- σμαραγδένιος
- Σμαραγδή
- σμαραγδής
- σμαραγδί
- σμαράγδινος
- σμαραγδίτης
- σμαραγδοειδής
- σμαραδόχρους
- Σμαρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.