σμάραγδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σμάραγδος | αἱ | σμάραγδοι |
| γενική | τῆς | σμαράγδου | τῶν | σμαράγδων |
| δοτική | τῇ | σμαράγδῳ | ταῖς | σμαράγδοις |
| αιτιατική | τὴν | σμάραγδον | τὰς | σμαράγδους |
| κλητική ὦ! | σμάραγδε | σμάραγδοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σμαράγδω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σμαράγδοιν | ||
| Σπανιότερα: στην (ελληνιστική κοινή) αρσενικό με τις ίδιες καταλήξεις. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμάραγδος < [1]
- είτε < ανατολικό δάνειο, σημιτικής προέλευσης ρίζα b-r-q (αστράφτω στο σκοτάδι, λάμπω). Συγγενή: εβραϊκή ברקת (bareket)
- είτε < σανσκριτική मरकत (marak(a)tam) όπως στο ελληνιστικό μάραγδος. Συγγενή: περσική زمرد (zmorrod).
Ουσιαστικό
σμάραγδος θηλυκό (& μεταγενέστερα αρσενικό)
Συγγενικά
- ὁλοσμαράγδινος
- σμαράγδειος
- σμαραγδίζω
- σμαράγδινος
- σμαράγδιον
- σμαραγδίτης
- σμαραγδοχαίτας
- σμαραγδώδης
- Σμάραγος
- χαλκοσμάραγδος
Αναφορές
- σμαράγδι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σμάραγδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σμάραγδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.