σμαραγδοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σμαραγδοειδής | η | σμαραγδοειδής | το | σμαραγδοειδές |
| γενική | του | σμαραγδοειδούς* | της | σμαραγδοειδούς | του | σμαραγδοειδούς |
| αιτιατική | τον | σμαραγδοειδή | τη | σμαραγδοειδή | το | σμαραγδοειδές |
| κλητική | σμαραγδοειδή(ς) | σμαραγδοειδής | σμαραγδοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σμαραγδοειδείς | οι | σμαραγδοειδείς | τα | σμαραγδοειδή |
| γενική | των | σμαραγδοειδών | των | σμαραγδοειδών | των | σμαραγδοειδών |
| αιτιατική | τους | σμαραγδοειδείς | τις | σμαραγδοειδείς | τα | σμαραγδοειδή |
| κλητική | σμαραγδοειδείς | σμαραγδοειδείς | σμαραγδοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σμαραγδοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σμαραγδοειδής
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σμαραγδοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.