Εσμεράλδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Εσμεράλδα οι Εσμεράλδες
      γενική της Εσμεράλδας
    αιτιατική την Εσμεράλδα τις Εσμεράλδες
     κλητική Εσμεράλδα Εσμεράλδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Εσμεράλδα < (άμεσο δάνειο) ισπανική Esmeralda < esmeralda < παλαιά γαλλική esmeraude < δημώδης λατινική *esmeralda < *esmeraldus < λατινική smaragdus < αρχαία ελληνική σμάραγδος

Κύριο όνομα

Εσμεράλδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.