σμίξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμίξιμο τα σμιξίματα
      γενική του σμιξίματος των σμιξιμάτων
    αιτιατική το σμίξιμο τα σμιξίματα
     κλητική σμίξιμο σμιξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμίξιμο < σμίγω + -ιμο < αρχαία ελληνική μίσγω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzmi.ksi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμίξιμο

Ουσιαστικό

σμίξιμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.