σμίγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σμίγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μίσγω, παράλληλος τύπος του μείγνυμι, με μετάθεση του [s] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzmi.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμίγω

Ρήμα

σμίγω, αόρ.: έσμιξα, μτχ.π.π.: σμιγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταβατικό) ενώνω
  2. (αμετάβατο)
    1. ενώνομαι
    2. ενώνομαι ερωτικά με άλλο άτομο, δημιουργώ δεσμό
    3. συναντώ κάποιους (ιδίως μετά από καιρό)

Συγγενικά

( αποσμίγω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σμίγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.