σμίγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σμίγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μίσγω, παράλληλος τύπος του μείγνυμι, με μετάθεση του [s] [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzmi.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμί‐γω
Ρήμα
σμίγω, αόρ.: έσμιξα, μτχ.π.π.: σμιγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- λήγουν σε -σμίγω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σμίγω | έσμιγα | θα σμίγω | να σμίγω | σμίγοντας | |
| β' ενικ. | σμίγεις | έσμιγες | θα σμίγεις | να σμίγεις | σμίγε | |
| γ' ενικ. | σμίγει | έσμιγε | θα σμίγει | να σμίγει | ||
| α' πληθ. | σμίγουμε | σμίγαμε | θα σμίγουμε | να σμίγουμε | ||
| β' πληθ. | σμίγετε | σμίγατε | θα σμίγετε | να σμίγετε | σμίγετε | |
| γ' πληθ. | σμίγουν(ε) | έσμιγαν σμίγαν(ε) |
θα σμίγουν(ε) | να σμίγουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έσμιξα | θα σμίξω | να σμίξω | σμίξει | ||
| β' ενικ. | έσμιξες | θα σμίξεις | να σμίξεις | σμίξε | ||
| γ' ενικ. | έσμιξε | θα σμίξει | να σμίξει | |||
| α' πληθ. | σμίξαμε | θα σμίξουμε | να σμίξουμε | |||
| β' πληθ. | σμίξατε | θα σμίξετε | να σμίξετε | σμίξτε | ||
| γ' πληθ. | έσμιξαν σμίξαν(ε) |
θα σμίξουν(ε) | να σμίξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σμίξει | είχα σμίξει | θα έχω σμίξει | να έχω σμίξει | ||
| β' ενικ. | έχεις σμίξει | είχες σμίξει | θα έχεις σμίξει | να έχεις σμίξει | ||
| γ' ενικ. | έχει σμίξει | είχε σμίξει | θα έχει σμίξει | να έχει σμίξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σμίξει | είχαμε σμίξει | θα έχουμε σμίξει | να έχουμε σμίξει | ||
| β' πληθ. | έχετε σμίξει | είχατε σμίξει | θα έχετε σμίξει | να έχετε σμίξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σμίξει | είχαν σμίξει | θα έχουν σμίξει | να έχουν σμίξει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σμιγμένος - είμαστε, είστε, είναι σμιγμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σμιγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σμιγμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σμιγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σμιγμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σμιγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σμιγμένοι | |||||
Αναφορές
- σμίγω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.