σμιχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμιχτός η σμιχτή το σμιχτό
      γενική του σμιχτού της σμιχτής του σμιχτού
    αιτιατική τον σμιχτό τη σμιχτή το σμιχτό
     κλητική σμιχτέ σμιχτή σμιχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμιχτοί οι σμιχτές τα σμιχτά
      γενική των σμιχτών των σμιχτών των σμιχτών
    αιτιατική τους σμιχτούς τις σμιχτές τα σμιχτά
     κλητική σμιχτοί σμιχτές σμιχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σμιχτός < (σμίγω), θέμα σμικ- + -τός με ανομοίωση άρθρωσης [kt] > [xt] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zmiˈxtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμιχτός

Επίθετο

σμιχτός, -ή, -ό

  1. (για τα φρύδια) που ενώνονται, σμίγουν
      Γιάννης Γρυπάρης 1870-1942, «Ο πραματευτής», Από το ερωτικό βιβλίο του Τρύφωνος και της Χρυσόθφρυδης, ποιητική συλλογή Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, έκδοση 2η, χ.χ. pdf @olympias Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
    κι οι παντρεμένες ξενυχτάν
    για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια
  2. (σπανιότερα, ιδίως για άλευρα) ανάμεικτος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σμίγω

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.