σμιγάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σμιγάδι | τα | σμιγάδια |
| γενική | του | σμιγαδιού | των | σμιγαδιών |
| αιτιατική | το | σμιγάδι | τα | σμιγάδια |
| κλητική | σμιγάδι | σμιγάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σμιγάδι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmiˈɣa.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμι‐γά‐δι
Μεταφράσεις
σμιγάδι
|
|
Αναφορές
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.