σμιχτοφρύδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σμιχτοφρύδης | η | σμιχτοφρύδα & σμιχτοφρυδούσα |
το | σμιχτοφρύδικο |
| γενική | του | σμιχτοφρύδη | της | σμιχτοφρύδας & σμιχτοφρυδούσας |
του | σμιχτοφρύδικου |
| αιτιατική | τον | σμιχτοφρύδη | τη | σμιχτοφρύδα & σμιχτοφρυδούσα |
το | σμιχτοφρύδικο |
| κλητική | σμιχτοφρύδη | σμιχτοφρύδα & σμιχτοφρυδούσα |
σμιχτοφρύδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σμιχτοφρύδηδες | οι | σμιχτοφρύδες & σμιχτοφρυδούσες |
τα | σμιχτοφρύδικα |
| γενική | των | σμιχτοφρύδηδων | των | —— | των | σμιχτοφρύδικων |
| αιτιατική | τους | σμιχτοφρύδηδες | τις | σμιχτοφρύδες & σμιχτοφρυδούσες |
τα | σμιχτοφρύδικα |
| κλητική | σμιχτοφρύδηδες | σμιχτοφρύδες & σμιχτοφρυδούσες |
σμιχτοφρύδικα | |||
| Το θηλυκό, σε -α και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /zmi.xtoˈfɾi.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμι‐χτο‐φρύ‐δης
Μεταφράσεις
σμιχτοφρύδης
|
|
Πηγές
- Λέξεις με σμιχτοφρυδ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.