σκουτέλιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σκουτέλιον < σκουτέλλιον (και όψιμη ελληνιστική κοινή ) με απλοποίηση της προφοράς και γραφής του διπλού συμφώνου < λατινική scutella (πιατάκι) → και δείτε περισσότερα στο σκουτέλι
- → δείτε τη λέξη σκουτέλι
Πηγές
- σκουτέλλιον (& μορφές) - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- → και δείτε τις λέξεις σκουτέλι και σκουτέλλιον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.