πιατέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιατέλα οι πιατέλες
      γενική της πιατέλας των (πιατελών)
    αιτιατική την πιατέλα τις πιατέλες
     κλητική πιατέλα πιατέλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια πιατέλα με φρούτα

Ετυμολογία

πιατέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική piatello + μεγεθυντικό επίθημα

Ουσιαστικό

πιατέλα θηλυκό

  • το μεγάλο και ρηχό πιάτο, σε σχήμα κύκλου ή έλλειψης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.