σκουτέλλιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σκουτέλλιον και όψιμη ελληνιστική κοινή σκουτέλλιον < σκουτέλ(α) + -ιον < λατινική scutella (πιατάκι) < scutra (πιάτο, δίσκος).

Ουσιαστικό

σκουτέλλιον ουδέτερο

Συγγενικά

  • σκουτελλίκι
  • σκουτελλίτσιν

 και δείτε τις λέξεις σκουτέλι και σκουτέλα

Πηγές

 και δείτε τη λέξη σκουτέλι



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκουτέλλιον τὰ σκουτέλλι
      γενική τοῦ σκουτελλίου τῶν σκουτελλίων
      δοτική τῷ σκουτελλί τοῖς σκουτελλίοις
    αιτιατική τὸ σκουτέλλιον τὰ σκουτέλλι
     κλητική ! σκουτέλλιον σκουτέλλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκουτελλίω
γεν-δοτ τοῖν  σκουτελλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουτέλλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική scutell(a) (πιατάκι) + -ιον < scutra (πιάτο, δίσκος).

Ουσιαστικό

σκουτέλλιον ουδέτερο

  • (ελληνιστική κοινή) γαβάθα, πιάτο
    • στο Greek Papyri in the British Museum, London. (PLond. 2.191.10) 2ος αιώνας κε
    • στο C. Wessely, Studien zur Paläographie und Papyruskunde, Leipzig 1901-. (Stud.Pal. 20.151.4, al.) 6ος αιώνας κε
    άλλες μορφές: σκούτλιον

Σημειώσεις

  • Διαφορετικό το σκούτλα & συγγενικά (< scutula)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.