σκουληκιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκουληκιασμένος | η | σκουληκιασμένη | το | σκουληκιασμένο |
| γενική | του | σκουληκιασμένου | της | σκουληκιασμένης | του | σκουληκιασμένου |
| αιτιατική | τον | σκουληκιασμένο | τη | σκουληκιασμένη | το | σκουληκιασμένο |
| κλητική | σκουληκιασμένε | σκουληκιασμένη | σκουληκιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκουληκιασμένοι | οι | σκουληκιασμένες | τα | σκουληκιασμένα |
| γενική | των | σκουληκιασμένων | των | σκουληκιασμένων | των | σκουληκιασμένων |
| αιτιατική | τους | σκουληκιασμένους | τις | σκουληκιασμένες | τα | σκουληκιασμένα |
| κλητική | σκουληκιασμένοι | σκουληκιασμένες | σκουληκιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκουληκιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σκουληκιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /sku.liˈca.zme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐λη‐κια‐σμέ‐νος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.