σκουληκιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκουληκιάζω < μεσαιωνική ελληνική σκωληκιάζω < αρχαία ελληνική σκωληκιῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sku.liˈca.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκουληκιάζω

Ρήμα

σκουληκιάζω

  • καλύπτομαι από ή βγάζω σκουλήκια

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.