hardness

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

hardness < hard + -ness

Ουσιαστικό

hardness (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η σκληρότητα, η ιδιότητα του να είναι στέρεος, σκληρός και δύσκολος να λυγίσει ή να σπάσει
    the hardness of the metal - η σκληρότητα του μετάλλου
  2. η σκληρότητα νερού
    The water hardness is its salt content.
    Η σκληρότητα νερού είναι η περιεκτικότητά του σε άλατα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.