σκισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκισμένος η σκισμένη το σκισμένο
      γενική του σκισμένου της σκισμένης του σκισμένου
    αιτιατική τον σκισμένο τη σκισμένη το σκισμένο
     κλητική σκισμένε σκισμένη σκισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκισμένοι οι σκισμένες τα σκισμένα
      γενική των σκισμένων των σκισμένων των σκισμένων
    αιτιατική τους σκισμένους τις σκισμένες τα σκισμένα
     κλητική σκισμένοι σκισμένες σκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

σκισμένος, -η, -ο

  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκίζω
  2. μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σχίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.