σκισμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
σκισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σκισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σκισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.