επιστάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιστάτης | οι | επιστάτες |
| γενική | του | επιστάτη | των | επιστατών |
| αιτιατική | τον | επιστάτη | τους | επιστάτες |
| κλητική | επιστάτη | επιστάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιστάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιστάτης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στά‐της
Ουσιαστικό
επιστάτης αρσενικό (θηλυκό επιστάτρια)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επιστάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.