σμυριδόσκαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σμυριδόσκαλα | οι | σμυριδόσκαλες |
| γενική | της | σμυριδόσκαλας | των | σμυριδόσκαλων |
| αιτιατική | τη | σμυριδόσκαλα | τις | σμυριδόσκαλες |
| κλητική | σμυριδόσκαλα | σμυριδόσκαλες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σμυριδόσκαλα θηλυκό
- λιμενική εγκατάσταση φορτοεκφόρτωσης σμύριδας ανεξάρτητα βαθμού σχετικής υποδομής και ιδιαίτερων ευκολιών
Συνώνυμα
- σταθμός φόρτωσης σμύριδας
Μεταφράσεις
σμυριδόσκαλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.