σιτοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιτοπαραγωγός < σιτο- + -παραγωγός
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.to.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐το‐πα‐ρα‐γω‐γός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιτοπαραγωγός | η | σιτοπαραγωγός & σιτοπαραγωγή |
το | σιτοπαραγωγό |
| γενική | του | σιτοπαραγωγού | της | σιτοπαραγωγού & σιτοπαραγωγής |
του | σιτοπαραγωγού |
| αιτιατική | τον | σιτοπαραγωγό | τη | σιτοπαραγωγό & σιτοπαραγωγή |
το | σιτοπαραγωγό |
| κλητική | σιτοπαραγωγέ | σιτοπαραγωγέ & σιτοπαραγωγή |
σιτοπαραγωγό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιτοπαραγωγοί | οι | σιτοπαραγωγοί & σιτοπαραγωγές |
τα | σιτοπαραγωγά |
| γενική | των | σιτοπαραγωγών | των | σιτοπαραγωγών | των | σιτοπαραγωγών |
| αιτιατική | τους | σιτοπαραγωγούς | τις | σιτοπαραγωγούς & σιτοπαραγωγές |
τα | σιτοπαραγωγά |
| κλητική | σιτοπαραγωγοί | σιτοπαραγωγοί & σιτοπαραγωγές |
σιτοπαραγωγά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
σιτοπαραγωγός, -ός/-ή, -ό [1]
- που παράγει σίτο ή (γενικότερα) σιτηρά
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σιτοπαραγωγός | οι | σιτοπαραγωγοί |
| γενική | του/της | σιτοπαραγωγού | των | σιτοπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/τη | σιτοπαραγωγό | τους/τις | σιτοπαραγωγούς |
| κλητική | σιτοπαραγωγέ | σιτοπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
σιτοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι σιτοπαραγωγός
Μεταφράσεις
σιτοπαραγωγός
|
|
Αναφορές
- σιτοπαραγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.