σιτοπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιτοπαραγωγή | οι | σιτοπαραγωγές |
| γενική | της | σιτοπαραγωγής | των | σιτοπαραγωγών |
| αιτιατική | τη | σιτοπαραγωγή | τις | σιτοπαραγωγές |
| κλητική | σιτοπαραγωγή | σιτοπαραγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιτοπαραγωγή < σιτο- + -παραγωγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.to.pa.ɾa.ɣoˈʝi/
Συγγενικά
- σιτοπαραγωγός
- σιτοπαραγωγικός
- → δείτε τις λέξεις σίτος, παράγω, παρά και άγω
Μεταφράσεις
παραγωγή σίτου
|
|
παραγωγή σιτηρών
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.