σιγίλλιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σιγίλλιον < (λόγιο δάνειο) λατινική sigill(um) (σφραγίδα) (συνήθως στον πληθυντικό sigillia), υποκοριστικό του signum+ -ιον
Ουσιαστικό
σιγίλλιον ουδέτερο
Συγγενικά
- σιγιλλάρια
- σιγιλλατίκιον
- σιγιλλάτος
- σιγιλλιακός
- σιγιλλίδιον
- σιγίλλιον
- σιγίλλιος
- σιγιλλιώδης
- σιγίλλον
- σιγιλλοχρυσόβουλλον
- σιγιλλῶ (-όω)
Πηγές
- σιγίλλιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.