σιγίλλιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σιγίλλιον < (λόγιο δάνειο) λατινική sigill(um) (σφραγίδα) (συνήθως στον πληθυντικό sigillia), υποκοριστικό του signum+ -ιον

Ουσιαστικό

σιγίλλιον ουδέτερο

  • βασιλικό, πατριαρχικό σιγίλιο, σφραγίδα, ή έγγραφο που φέρει σφραγίδα
     δείτε και τη λέξη χρυσόβουλλον

Συγγενικά

  • σιγιλλάρια
  • σιγιλλατίκιον
  • σιγιλλάτος
  • σιγιλλιακός
  • σιγιλλίδιον
  • σιγίλλιον
  • σιγίλλιος
  • σιγιλλιώδης
  • σιγίλλον
  • σιγιλλοχρυσόβουλλον
  • σιγιλλῶ (-όω)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.