πατριαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πατριαρχικός | η | πατριαρχική | το | πατριαρχικό |
| γενική | του | πατριαρχικού | της | πατριαρχικής | του | πατριαρχικού |
| αιτιατική | τον | πατριαρχικό | την | πατριαρχική | το | πατριαρχικό |
| κλητική | πατριαρχικέ | πατριαρχική | πατριαρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πατριαρχικοί | οι | πατριαρχικές | τα | πατριαρχικά |
| γενική | των | πατριαρχικών | των | πατριαρχικών | των | πατριαρχικών |
| αιτιατική | τους | πατριαρχικούς | τις | πατριαρχικές | τα | πατριαρχικά |
| κλητική | πατριαρχικοί | πατριαρχικές | πατριαρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πατριαρχικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πατριαρχικός. Συχρονικά αναλύεται σε πατριάρχ(ης) + -ικός
- για τον κοινωνιολογικό όρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική patriarchical < patriarch(y) + -ical[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.tɾi.aɾ.çiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐αρ‐χι‐κός
Επίθετο
πατριαρχικός
- (χριστιανισμός, εκκλησιαστικό) που αφορά τον πατριάρχη
- (κοινωνιολογία)
- που σχετίζεται με κοινωνίες που οργανώνονται με βάση την πατριαρχία
- πατριαρχική οικογένεια
- → δείτε τη λέξη μητριαρχικός
- που έχει συντηρητικές απόψεις
- που σχετίζεται με κοινωνίες που οργανώνονται με βάση την πατριαρχία
Μεταφράσεις
πατριαρχικός
Αναφορές
- πατριαρχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.