σημασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημασμένος η σημασμένη το σημασμένο
      γενική του σημασμένου της σημασμένης του σημασμένου
    αιτιατική τον σημασμένο τη σημασμένη το σημασμένο
     κλητική σημασμένε σημασμένη σημασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημασμένοι οι σημασμένες τα σημασμένα
      γενική των σημασμένων των σημασμένων των σημασμένων
    αιτιατική τους σημασμένους τις σημασμένες τα σημασμένα
     κλητική σημασμένοι σημασμένες σημασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σημασμένος < σπάνια μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σημαίνω

Μετοχή

σημασμένος, -η, -ο

Σημειώσεις

  • σπάνιος τύπος μετοχής με χρήση σε λόγο που αφορά την γενετική, την βιοχημεία, την οδοσήμανση και την πληροφορική
  • συνήθης τύπος με άλλη σημασία: σεσημασμένος (λόγια μετοχή παθητικού παρακειμένου)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.