μαρκαρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαρκαρισμένος η μαρκαρισμένη το μαρκαρισμένο
      γενική του μαρκαρισμένου της μαρκαρισμένης του μαρκαρισμένου
    αιτιατική τον μαρκαρισμένο τη μαρκαρισμένη το μαρκαρισμένο
     κλητική μαρκαρισμένε μαρκαρισμένη μαρκαρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαρκαρισμένοι οι μαρκαρισμένες τα μαρκαρισμένα
      γενική των μαρκαρισμένων των μαρκαρισμένων των μαρκαρισμένων
    αιτιατική τους μαρκαρισμένους τις μαρκαρισμένες τα μαρκαρισμένα
     κλητική μαρκαρισμένοι μαρκαρισμένες μαρκαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαρκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαρκάρω

Μετοχή

μαρκαρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.