σερσένι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σερσένι | τα | σερσένια |
| γενική | του | σερσενιού | των | σερσενιών |
| αιτιατική | το | σερσένι | τα | σερσένια |
| κλητική | σερσένι | σερσένια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σερσένι, γνωστό επίσης ως αγροκούμπανος, γκρέθι ή σκούρκος.
Ετυμολογία
- σερσένι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /seɾˈse.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐σέ‐νι
Ουσιαστικό
σερσένι ουδέτερο
- (εντομολογία) έντομο της τάξης των Υμενόπτερων που μοιάζει με μεγάλη σφήκα
- ※ Μεγάλη κόκκινη σφήκα, σερσένι, βούϊξε γύρω και καρφώθηκε στο μάγουλο του νεκρού βυζαίνοντας το αίμα της πληγής, ενώ η αιχμηρή κίτρινη κοιλιά της... (Νίκος Αθανασιάδης, Θύελλα και Γαλήνη Δορικός, 1975, σελ. 172)
- σερσέγκι
- αγριομέλισσα
- αγριοκούμπανος, αγροκούμπανος ή κουρκούμπανος
- γκρέθι
- μπάμπουρας ή μπούμπουρας
- σκούρκος ή κιούρκος
Μεταφράσεις
Πηγές
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.