μπάμπουρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάμπουρας οι μπάμπουρες
      γενική του μπάμπουρα
    αιτιατική τον μπάμπουρα τους μπάμπουρες
     κλητική μπάμπουρα μπάμπουρες
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπάμπουρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπάμπουλας[1] [2] (σκαθάρι, ηχομιμητικό) που πιθανόν σχετίζεται με την αρχαία ελληνική βομβυλιός < βόμβος[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈba.bu.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπάμπουρας

Ουσιαστικό

μπάμπουρας αρσενικό

  • (έντομο, ιδιωματισμός) αγριομέλισσα, ευμεγέθης κατ' όγκο που παράγει έντονο βόμβο
      Ένας μπάμπουρας μου έχωσε το κεντρί του στο ματόφυλλο κι από λίγο να στραβωθώ. (Μάρω Δούκα, Πού 'ναι τα φτερά;, Αθήνα 1975)

Παράγωγα

  • μπαμπουρίζω
  • μπαμπουρισμένος

Μερώνυμα

  • αγριομέλισσα
  • αγριοκούμπανος, αγροκούμπανος ή κουρκούμπανος
  • γκρέθι
  • μπούμπουρας
  • σερσένι
  • σκούρκος ή κιούρκος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπάμπουρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μπάμπουλας -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.