σερπεντίνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σερπεντίνης | οι | σερπεντίνες |
| γενική | του | σερπεντίνη | των | σερπεντινών |
| αιτιατική | τον | σερπεντίνη | τους | σερπεντίνες |
| κλητική | σερπεντίνη | σερπεντίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σερπεντίνης < γαλλική serpentine < λατινική serpens (φίδι)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /seɾ.penˈdi.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐πε‐ντί‐νης
Ουσιαστικό

Σερπεντίνης
σερπεντίνης αρσενικό
Μεταφράσεις
σερπεντίνης
|
Πηγές
- Σερπεντίνης, geo.auth.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.