άλας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλας τα άλατα
      γενική του άλατος των αλάτων
    αιτιατική το άλας τα άλατα
     κλητική άλας άλατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άλας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅλας

Ουσιαστικό

άλας ουδέτερο, γενική: άλατος

  1. το αλάτι
  2. (χημεία) χημική ένωση που προκύπτει από αντίδραση οξέος με βάση

Υπώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

για το κοινό αλάτι  δείτε τη λέξη αλάτι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.