άλας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άλας | τα | άλατα |
| γενική | του | άλατος | των | αλάτων |
| αιτιατική | το | άλας | τα | άλατα |
| κλητική | άλας | άλατα | ||
| Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άλας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅλας
Ουσιαστικό
άλας ουδέτερο, γενική: άλατος
- το αλάτι
- (χημεία) χημική ένωση που προκύπτει από αντίδραση οξέος με βάση
Υπώνυμα
- (χημεία) σόδα
Εκφράσεις
- μένω σαν στήλη άλατος → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.