σειστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σειστός | η | σειστή | το | σειστό |
| γενική | του | σειστού | της | σειστής | του | σειστού |
| αιτιατική | τον | σειστό | τη | σειστή | το | σειστό |
| κλητική | σειστέ | σειστή | σειστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σειστοί | οι | σειστές | τα | σειστά |
| γενική | των | σειστών | των | σειστών | των | σειστών |
| αιτιατική | τους | σειστούς | τις | σειστές | τα | σειστά |
| κλητική | σειστοί | σειστές | σειστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σειστός < αρχαία ελληνική σειστός < (σείω) σεισ- + -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σει‐στός
Επίθετο
σειστός, -ή, -ό
- που τρέμει, κουνιέται όταν περπατά
Μεταφράσεις
σειστός
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σειστός | ἡ | σειστή | τὸ | σειστόν |
| γενική | τοῦ | σειστοῦ | τῆς | σειστῆς | τοῦ | σειστοῦ |
| δοτική | τῷ | σειστῷ | τῇ | σειστῇ | τῷ | σειστῷ |
| αιτιατική | τὸν | σειστόν | τὴν | σειστήν | τὸ | σειστόν |
| κλητική ὦ! | σειστέ | σειστή | σειστόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | σειστοί | αἱ | σεισταί | τὰ | σειστᾰ́ |
| γενική | τῶν | σειστῶν | τῶν | σειστῶν | τῶν | σειστῶν |
| δοτική | τοῖς | σειστοῖς | ταῖς | σεισταῖς | τοῖς | σειστοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | σειστούς | τὰς | σειστᾱ́ς | τὰ | σειστᾰ́ |
| κλητική ὦ! | σειστοί | σεισταί | σειστᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σειστώ | τὼ | σειστᾱ́ | τὼ | σειστώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | σειστοῖν | τοῖν | σεισταῖν | τοῖν | σειστοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- σειστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σειστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.